λιγνίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιγνίνη οι λιγνίνες
      γενική της λιγνίνης των λιγνινών
    αιτιατική τη λιγνίνη τις λιγνίνες
     κλητική λιγνίνη λιγνίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιγνίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική lignin < λατινική lignum < πρωτοϊταλική *legnom < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leǵ-no-m (κάτι που συλλέγεται) < *leǵ-

Ουσιαστικό

λιγνίνη θηλυκό

Συνώνυμα

  • ξυλίνη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.