λιγνιτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιγνιτικός η λιγνιτική το λιγνιτικό
      γενική του λιγνιτικού της λιγνιτικής του λιγνιτικού
    αιτιατική τον λιγνιτικό τη λιγνιτική το λιγνιτικό
     κλητική λιγνιτικέ λιγνιτική λιγνιτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιγνιτικοί οι λιγνιτικές τα λιγνιτικά
      γενική των λιγνιτικών των λιγνιτικών των λιγνιτικών
    αιτιατική τους λιγνιτικούς τις λιγνιτικές τα λιγνιτικά
     κλητική λιγνιτικοί λιγνιτικές λιγνιτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λιγνιτικός < λιγνίτης + -ικός

Επίθετο

λιγνιτικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.