αυτονομία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτονομία οι αυτονομίες
      γενική της αυτονομίας των αυτονομιών
    αιτιατική την αυτονομία τις αυτονομίες
     κλητική αυτονομία αυτονομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτονομία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αὐτονομία (ανεξαρτησία), (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική autonomie [1]

Ουσιαστικό

αυτονομία θηλυκό

  1. το δικαίωμα ενός συνόλου ανθρώπων να ρυθμίζουν ανεξάρτητα, μόνοι τους, τους νόμους, τη λειτουργία και τη δραστηριότητά τους, δίχως εξωτερικές επεμβάσεις
  2. (ειδικότερα) η έλλειψη κάθε εξάρτησης ή επίδρασης από εξωτερικούς παράγοντες

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.