κοινωνικός λειτουργός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοινωνικός λειτουργός οι κοινωνικοί λειτουργοί
      γενική του κοινωνικού λειτουργού των κοινωνικών λειτουργών
    αιτιατική τον κοινωνικό λειτουργό τους κοινωνικούς λειτουργούς
     κλητική κοινωνικέ λειτουργέ κοινωνικοί λειτουργοί
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοινωνικός λειτουργός < κοινωνικός & λειτουργός· (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική social worker

Προφορά

ΔΦΑ : /cinoniˈkos liturˈɣos/

Ουσιαστικό

κοινωνικός λειτουργός αρσενικό (θηλυκό κοινωνική λειτουργός)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.