διαλαλητής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διαλαλητής | οι | διαλαλητές |
| γενική | του | διαλαλητή | των | διαλαλητών |
| αιτιατική | τον | διαλαλητή | τους | διαλαλητές |
| κλητική | διαλαλητή | διαλαλητές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαλαλητής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
διαλαλητής αρσενικό
- αυτός που διαλαλεί κάτι, συνήθως για να προωθήσει ένα προϊόν
- (ειδικότερα) που διασπείρει φήμες
- (ειδικότερα) που διαδίδει μυστικά
Μεταφράσεις
διαλαλητής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.