εξακολουθώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξακολουθώ < ελληνιστική κοινή ἐξᾰκολουθέω / ἐξακολουθῶ < αρχαία ελληνική ἀκολουθέω / ἀκολουθῶ < ἀκόλουθος < ἀ- + κέλευθος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kel-

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ksa.ko.luˈθo/

Ρήμα

εξακολουθώ

  1. συνεχίζω κάτι που έκανα
  2. συνεχίζω, διαρκώ

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.