εξακολουθώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξακολουθώ < ελληνιστική κοινή ἐξᾰκολουθέω / ἐξακολουθῶ < αρχαία ελληνική ἀκολουθέω / ἀκολουθῶ < ἀκόλουθος < ἀ- + κέλευθος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kel-
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ksa.ko.luˈθo/
Συγγενικά
- εξακολούθηση
- εξακολουθητικά
- εξακολουθητικός
- εξακολουθητικώς
- → δείτε τη λέξη ακολουθώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εξακολουθώ | εξακολουθούσα | θα εξακολουθώ | να εξακολουθώ | εξακολουθώντας | |
| β' ενικ. | εξακολουθείς | εξακολουθούσες | θα εξακολουθείς | να εξακολουθείς | (εξακολούθει) | |
| γ' ενικ. | εξακολουθεί | εξακολουθούσε | θα εξακολουθεί | να εξακολουθεί | ||
| α' πληθ. | εξακολουθούμε | εξακολουθούσαμε | θα εξακολουθούμε | να εξακολουθούμε | ||
| β' πληθ. | εξακολουθείτε | εξακολουθούσατε | θα εξακολουθείτε | να εξακολουθείτε | εξακολουθείτε | |
| γ' πληθ. | εξακολουθούν(ε) | εξακολουθούσαν(ε) | θα εξακολουθούν(ε) | να εξακολουθούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εξακολούθησα | θα εξακολουθήσω | να εξακολουθήσω | εξακολουθήσει | ||
| β' ενικ. | εξακολούθησες | θα εξακολουθήσεις | να εξακολουθήσεις | εξακολούθησε | ||
| γ' ενικ. | εξακολούθησε | θα εξακολουθήσει | να εξακολουθήσει | |||
| α' πληθ. | εξακολουθήσαμε | θα εξακολουθήσουμε | να εξακολουθήσουμε | |||
| β' πληθ. | εξακολουθήσατε | θα εξακολουθήσετε | να εξακολουθήσετε | εξακολουθήστε | ||
| γ' πληθ. | εξακολούθησαν εξακολουθήσαν(ε) |
θα εξακολουθήσουν(ε) | να εξακολουθήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εξακολουθήσει | είχα εξακολουθήσει | θα έχω εξακολουθήσει | να έχω εξακολουθήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εξακολουθήσει | είχες εξακολουθήσει | θα έχεις εξακολουθήσει | να έχεις εξακολουθήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εξακολουθήσει | είχε εξακολουθήσει | θα έχει εξακολουθήσει | να έχει εξακολουθήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εξακολουθήσει | είχαμε εξακολουθήσει | θα έχουμε εξακολουθήσει | να έχουμε εξακολουθήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εξακολουθήσει | είχατε εξακολουθήσει | θα έχετε εξακολουθήσει | να έχετε εξακολουθήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εξακολουθήσει | είχαν εξακολουθήσει | θα έχουν εξακολουθήσει | να έχουν εξακολουθήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.