αντηχώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αντηχώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀντηχῶ, συνηρημένος τύπος του ἀντηχέω

Ρήμα

αντηχώ, αόρ.: αντήχησα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (για χώρο) γεμίζω από κάποιον ήχο
    η πόλη αντηχούσε από τα τραγούδια και τις φωνές του καρναβαλιού
  2. (για ήχο) ακούγομαι σε μια μεγάλη έκταση
    τα γέλια και τα τραγούδια αντηχούσαν σε όλη την πόλη
  3. (για αντικείμενο) παράγω έναν δυνατό ήχο που ακούγεται σε μια μεγάλη έκταση
    έγινε άσκηση συναγερμού και οι σειρήνες αντηχούσαν σε όλη την πόλη
  4. (ακουστική) επαναλήψεις του βασικού σήματος

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.