διαλάλημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | διαλάλημα | τα | διαλαλήματα |
| γενική | του | διαλαλήματος | των | διαλαλημάτων |
| αιτιατική | το | διαλάλημα | τα | διαλαλήματα |
| κλητική | διαλάλημα | διαλαλήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διαλάλημα < μεσαιωνική ελληνική διαλάλημα < διαλαλώ
Μεταφράσεις
διαλάλημα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.