χελιδόνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χελιδόνι | τα | χελιδόνια |
| γενική | του | χελιδονιού | των | χελιδονιών |
| αιτιατική | το | χελιδόνι | τα | χελιδόνια |
| κλητική | χελιδόνι | χελιδόνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
_collecting_mud_for_nest_W_IMG_7962.jpg.webp)
Ετυμολογία
- χελιδόνι < μεσαιωνική ελληνική χελιδόνιον < αρχαία ελληνική η χελιδών
Μεταφράσεις
χελιδόνι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.