λαγῷος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | λαγῷος | ἡ | λαγῴᾱ | τὸ | λαγῷον |
| γενική | τοῦ | λαγῴου | τῆς | λαγῴᾱς | τοῦ | λαγῴου |
| δοτική | τῷ | λαγῴῳ | τῇ | λαγῴᾳ | τῷ | λαγῴῳ |
| αιτιατική | τὸν | λαγῷον | τὴν | λαγῴᾱν | τὸ | λαγῷον |
| κλητική ὦ! | λαγῷε | λαγῴᾱ | λαγῷον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | λαγῷοι | αἱ | λαγῷαι | τὰ | λαγῷᾰ |
| γενική | τῶν | λαγῴων | τῶν | λαγῴων | τῶν | λαγῴων |
| δοτική | τοῖς | λαγῴοις | ταῖς | λαγῴαις | τοῖς | λαγῴοις |
| αιτιατική | τοὺς | λαγῴους | τὰς | λαγῴᾱς | τὰ | λαγῷᾰ |
| κλητική ὦ! | λαγῷοι | λαγῷαι | λαγῷᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λαγῴω | τὼ | λαγῴᾱ | τὼ | λαγῴω |
| γεν-δοτ | τοῖν | λαγῴοιν | τοῖν | λαγῴαιν | τοῖν | λαγῴοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «ὡραῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λαγῷος: συνηρημένη μορφή του λαγώϊος < λαγώειος < λαγώς
Επίθετο
λαγῷος, -α, -ον
- που ανήκει ή αναφέρεται σε λαγούς
- (ουσιαστικοποιημένο) λαγῷα (κρέα): α)το κρέας του λαγού β)λιχουδιές
Πηγές
- λαγῷος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λαγῷος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.