λαγῶς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λαγῶς οἱ λαγ
      γενική τοῦ λαγ τῶν λαγῶν
      δοτική τῷ λαγ τοῖς λαγῷς
    αιτιατική τὸν λαγῶν τοὺς λαγῶς
     κλητική ! λαγῶς λαγ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λαγ
γεν-δοτ τοῖν  λαγῷν
2η κλίση - αττικόκλιτα, Κατηγορία 'λαγῶς' όπως «λαγῶς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

λαγῶς αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.