κόρδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κόρδα οι κόρδες
      γενική της κόρδας των κορδών
    αιτιατική την κόρδα τις κόρδες
     κλητική κόρδα κόρδες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κόρδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κόρδα < λατινική chorda < αρχαία ελληνική χορδή (δωρικός τύπος: χορδά), μεσαιωνικό αντιδάνειο[1]

Ουσιαστικό

κόρδα θηλυκό

  1. (λόγιο) χορδή
  2. (γαστρονομία) η «χορδή» που σχηματίζει ένα σιρόπι ή άλλο παχύρρευστο υλικό όταν έχει δέσει [2]
    η λιωμένη καραμέλα σχηματίζει κόρδες, γίνεται κορδάτη
  3. (λόγιο) πτέρυγα μοναστηριού (στην οποία συνήθως βρίσκονται τα κελιά)
  4. (παρωχημένο) (στρατιωτική) πτέρυγα / ομάδα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη χορδή

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. κόρδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κόρδα < (άμεσο δάνειο) λατινική chorda < αρχαία ελληνική χορδή (δωρικός τύπος: χορδά) (αντιδάνειο)[1]

Ουσιαστικό

κόρδα θηλυκό

  1. χορδή
  2. (συνεκδοχικά) έγχορδο μουσικό όργανο
  3. (συνεκδοχικά) γιορτή (στην οποία ακούγεται μουσική)
  4. χορδή τόξου
  5. (συνεκδοχικά) τόξο

Συγγενικά

Αναφορές

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.