κορδονέτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κορδονέτο τα κορδονέτα
      γενική του κορδονέτου των κορδονέτων
    αιτιατική το κορδονέτο τα κορδονέτα
     κλητική κορδονέτο κορδονέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κορδονέτο < ιταλική cordonetto[1] < γαλλική cordonnet[1] < cordon < λατινική corda < αρχαία ελληνική χορδή (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό

κορδονέτο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.