πριονοκορδέλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πριονοκορδέλα | οι | πριονοκορδέλες |
| γενική | της | πριονοκορδέλας | των | πριονοκορδελών |
| αιτιατική | την | πριονοκορδέλα | τις | πριονοκορδέλες |
| κλητική | πριονοκορδέλα | πριονοκορδέλες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πριονοκορδέλα θηλυκό
- ξυλουργικό μηχάνημα, συνήθως ηλεκτρικό, που περιλαμβάνει μία συνεχόμενη πριονωτή κορδέλα, με την οποία κόβονται ξύλα
- (εργαλείο) η κορδέλα του παραπάνω μηχανήματος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.