κόρακας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κόρακας | οι | κόρακες & κοράκοι |
| γενική | του | κόρακα | των | κοράκων |
| αιτιατική | τον | κόρακα | τους | κόρακες & κοράκους |
| κλητική | κόρακα | κόρακες & κοράκοι | ||
| Και με δεύτερους, λαϊκούς τύπους στον πληθυντικό. Και γενική ενικού, του κοράκου. Δείτε και το ουδέτερο, το κοράκι. | ||||
| Κατηγορία όπως «χωροφύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κόρακας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κόρακας < αρχαία ελληνική κόραξ (ηχομιμητικό), από την αιτιατική «τὸν κόρακα»[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈko.ɾa.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κό‐ρα‐κας
Ουσιαστικό

ένας κόρακας
κόρακας αρσενικό και κοράκι ουδέτερο
- (πτηνό) μαύρο σαρκοφάγο πουλί
- (μεταφορικά) μαύρος
- ※ Κοράκου χρώμα τα μαλλιά κι ασπρίσανε (Διονύσης Σαββόπουλος, «Οι δεκαπέντε [Αμνηστεία '64]», 1975)
Εκφράσεις
- άι στον κόρακα!: άι στο διάολο!
Παροιμίες
Συγγενικά
- κορακάτος
- κοράκι
- κορακιάζω
- κορακίσιος
- κορακίστικα
Σύνθετα
Μεταφράσεις
κόρακας
|
Αναφορές
- κόρακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.