κορακάτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κορακάτος η κορακάτη το κορακάτο
      γενική του κορακάτου της κορακάτης του κορακάτου
    αιτιατική τον κορακάτο την κορακάτη το κορακάτο
     κλητική κορακάτε κορακάτη κορακάτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κορακάτοι οι κορακάτες τα κορακάτα
      γενική των κορακάτων των κορακάτων των κορακάτων
    αιτιατική τους κορακάτους τις κορακάτες τα κορακάτα
     κλητική κορακάτοι κορακάτες κορακάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κορακάτος < κόρακας + -άτος

Επίθετο

κορακάτος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.