κορακίστικα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα κορακίστικα
      γενική των κορακίστικων
    αιτιατική τα κορακίστικα
     κλητική κορακίστικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κορακίστικα < κόρακας + -ίστικα, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου -ίστικος στον πληθυντικό. Δείτε και την ελληνιστική κορακιστί < κόραξ)[1]

Ουσιαστικό

κορακίστικα ουδέτερο στον πληθυντικό

  1. (μεταφορικά) ακατανόητα λόγια είτε λόγω ξένης γλώσσας είτε λόγω πολύ εξειδικευμένης ορολογίας
    εγώ ξέρω ότι δεν λύνεται έτσι το πρόβλημα, τα υπόλοιπα είναι κορακίστικα
  2. (γλώσσα) ιδιωματική συνθηματική διάλεκτος με την παρεμβολή, ανάμεσα στις συλλαβές, άλλης συλλαβής συνήθως της κα αλλά κάθε ομάδα ατόμων που τη χρησιμοποιεί έχει δικούς της κανόνες
    δενκε κακατακαλακαβαικενεικι κοκορακακικιστικικακα:δεν καταλαβαίνει κορακίστικα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.