crow

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
crow crows

crow (en)

  • (πτηνό) ο κόρακας, το κοράκι
    We located where the body was by the crows which flew around it cawing.
    Εντοπίσαμε πού βρισκόταν το πτώμα από τα κοράκια που πετούσαν γύρω του κράζοντας.

Ρήμα

ενεστώτας crow
γ΄ ενικό ενεστώτα crows
αόριστος crowed
παθητική μετοχή crowed
ενεργητική μετοχή crowing

crow (en)

  1. λαλώ, για έναν κόκορα που κράζει
    The rooster crowed.
    Λάλησε ο κόκορας.
    συγκρίνετε με το: caw
  2. κομπάζω

Πηγές



Βρετονικά (br)

Ουσιαστικό

crow (br)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.