κόραξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κορᾰκ-
ονομαστική κόραξ οἱ κόρακες
      γενική τοῦ κόρακος τῶν κοράκων
& κοράκεσσι
      δοτική τῷ κόρακ τοῖς κόραξ(ν)
    αιτιατική τὸν κόρακ τοὺς κόρακᾰς
     κλητική ! κόραξ κόρακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κόρακε
γεν-δοτ τοῖν  κοράκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κόραξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kor- / *ker-

Ουσιαστικό

κόραξ αρσενικό

  1. (πτηνό) ο κόρακας, το κοράκι
  2. στρογγυλό κούτσουρο που μπαίνει κάτω από τα πλοία, για να διευκολύνει την μετακίνησή τους στην ξηρά
     συνώνυμα: φαλάγγιον

Εκφράσεις

Συγγενικά

  • Κόραξ
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.