ερημώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ερημώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ερημώνω < αρχαία ελληνική ἐρημόω + -ώνω[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈɾi.mo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ρη‐μώ‐νω
Ρήμα
ερημώνω (παθητική φωνή: ερημώνομαι)
- (αμετάβατο) αδειάζω από κατοίκους, μένω χωρίς πληθυσμό
- (μεταβατικό) κάνω έναν τόπο έρημο, συνήθως μόνο από πληθυσμό
Συγγενικά
- ερήμωμα
- ερημωμένος
- ερήμωση
- → δείτε τη λέξη έρημος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ερημώνω | ερήμωνα | θα ερημώνω | να ερημώνω | ερημώνοντας | |
| β' ενικ. | ερημώνεις | ερήμωνες | θα ερημώνεις | να ερημώνεις | ερήμωνε | |
| γ' ενικ. | ερημώνει | ερήμωνε | θα ερημώνει | να ερημώνει | ||
| α' πληθ. | ερημώνουμε | ερημώναμε | θα ερημώνουμε | να ερημώνουμε | ||
| β' πληθ. | ερημώνετε | ερημώνατε | θα ερημώνετε | να ερημώνετε | ερημώνετε | |
| γ' πληθ. | ερημώνουν(ε) | ερήμωναν ερημώναν(ε) |
θα ερημώνουν(ε) | να ερημώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ερήμωσα | θα ερημώσω | να ερημώσω | ερημώσει | ||
| β' ενικ. | ερήμωσες | θα ερημώσεις | να ερημώσεις | ερήμωσε | ||
| γ' ενικ. | ερήμωσε | θα ερημώσει | να ερημώσει | |||
| α' πληθ. | ερημώσαμε | θα ερημώσουμε | να ερημώσουμε | |||
| β' πληθ. | ερημώσατε | θα ερημώσετε | να ερημώσετε | ερημώστε | ||
| γ' πληθ. | ερήμωσαν ερημώσαν(ε) |
θα ερημώσουν(ε) | να ερημώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ερημώσει | είχα ερημώσει | θα έχω ερημώσει | να έχω ερημώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ερημώσει | είχες ερημώσει | θα έχεις ερημώσει | να έχεις ερημώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ερημώσει | είχε ερημώσει | θα έχει ερημώσει | να έχει ερημώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ερημώσει | είχαμε ερημώσει | θα έχουμε ερημώσει | να έχουμε ερημώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ερημώσει | είχατε ερημώσει | θα έχετε ερημώσει | να έχετε ερημώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ερημώσει | είχαν ερημώσει | θα έχουν ερημώσει | να έχουν ερημώσει |
| |
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ερημώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.