παραζαλίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
παραζαλίζω (παθητική φωνή: παραζαλίζομαι)
- ενοχλώ, ταράζω, αναστατώνω
- ζαλίζω κάποιον σε μεγάλο βαθμό
Συγγενικά
- παραζάλισμα
- → δείτε τις λέξεις παρά, ζαλίζω και ζάλη
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | παραζαλίζω | παραζάλιζα | θα παραζαλίζω | να παραζαλίζω | παραζαλίζοντας | |
| β' ενικ. | παραζαλίζεις | παραζάλιζες | θα παραζαλίζεις | να παραζαλίζεις | παραζάλιζε | |
| γ' ενικ. | παραζαλίζει | παραζάλιζε | θα παραζαλίζει | να παραζαλίζει | ||
| α' πληθ. | παραζαλίζουμε | παραζαλίζαμε | θα παραζαλίζουμε | να παραζαλίζουμε | ||
| β' πληθ. | παραζαλίζετε | παραζαλίζατε | θα παραζαλίζετε | να παραζαλίζετε | παραζαλίζετε | |
| γ' πληθ. | παραζαλίζουν(ε) | παραζάλιζαν παραζαλίζαν(ε) |
θα παραζαλίζουν(ε) | να παραζαλίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | παραζάλισα | θα παραζαλίσω | να παραζαλίσω | παραζαλίσει | ||
| β' ενικ. | παραζάλισες | θα παραζαλίσεις | να παραζαλίσεις | παραζάλισε | ||
| γ' ενικ. | παραζάλισε | θα παραζαλίσει | να παραζαλίσει | |||
| α' πληθ. | παραζαλίσαμε | θα παραζαλίσουμε | να παραζαλίσουμε | |||
| β' πληθ. | παραζαλίσατε | θα παραζαλίσετε | να παραζαλίσετε | παραζαλίστε | ||
| γ' πληθ. | παραζάλισαν παραζαλίσαν(ε) |
θα παραζαλίσουν(ε) | να παραζαλίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω παραζαλίσει | είχα παραζαλίσει | θα έχω παραζαλίσει | να έχω παραζαλίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις παραζαλίσει | είχες παραζαλίσει | θα έχεις παραζαλίσει | να έχεις παραζαλίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει παραζαλίσει | είχε παραζαλίσει | θα έχει παραζαλίσει | να έχει παραζαλίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε παραζαλίσει | είχαμε παραζαλίσει | θα έχουμε παραζαλίσει | να έχουμε παραζαλίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε παραζαλίσει | είχατε παραζαλίσει | θα έχετε παραζαλίσει | να έχετε παραζαλίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν παραζαλίσει | είχαν παραζαλίσει | θα έχουν παραζαλίσει | να έχουν παραζαλίσει |
| |
Μεταφράσεις
παραζαλίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.