παραζαλίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

  1. παραζαλίζω < παραζάλη + -ίζω
  2. παραζαλίζω < παρα- + ζαλίζω

Ρήμα

παραζαλίζω (παθητική φωνή: παραζαλίζομαι)

  1. ενοχλώ, ταράζω, αναστατώνω
  2. ζαλίζω κάποιον σε μεγάλο βαθμό

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.