κόπτομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κόπτομαι < αρχαία ελληνική κόπτομαι
Ρήμα
κόπτομαι
- (λόγιο) ενδιαφέρομαι υπερβολικά για κάτι και το υποστηρίζω ή το υπερασπίζομαι με πάθος
Μεταφράσεις
κόπτομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.