προσκόπτω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσκόπτω < αρχαία ελληνική προσκόπτω
Ρήμα
προσκόπτω, πρτ.: προσέκοψα, στ.μέλλ.: θα προσκόψω, αόρ.: προσέκοψα
- σταματώ επειδή συναντώ εμπόδιο, σκοντάφτω (με τη μεταφορική σημασία)
- Μια αξιέπαινη ροπή να συνενωθούν σε ενιαία μονάδα οι λαοί της Ευρώπης προσκόπτει σήμερα στην αδυναμία να συμπέσουν τα ατροφικά και τα υπερτροφικά σκέλη του πολιτισμού μας. (από την ομιλία που εκφώνησε ο Οδυσσέας Ελύτης κατά την απονομή του βραβείου Νόμπελ)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
προσκόπτω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.