ανακόπτω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανακόπτω < αρχαία ελληνική ἀνακόπτω

Ρήμα

ανακόπτω, πρτ.: ανέκοπτα, στ.μέλλ.: θα ανακόψω, αόρ.: ανέκοψα, παθ.φωνή: ανακόπτομαι μτχ. εν. ανακόπτοντας

στις Θερμοπύλες ανακόπηκε η περσική προέλαση
το όχημα ανέκοψε ταχύτητα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.