κομμωτήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κομμωτήριο τα κομμωτήρια
      γενική του κομμωτηρίου
& κομμωτήριου
των κομμωτηρίων
    αιτιατική το κομμωτήριο τα κομμωτήρια
     κλητική κομμωτήριο κομμωτήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κομμωτήριο < κομμώ + -τήριο
Η λέξη μαρτυρείται από το 1888

Προφορά

ΔΦΑ : /ko.moˈti.ɾi.o/

Ουσιαστικό

κομμωτήριο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.