κομήτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κομήτης οι κομήτες
      γενική του κομήτη των κομητών
    αιτιατική τον κομήτη τους κομήτες
     κλητική κομήτη κομήτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κομήτης < (αρχαία ελληνική) κομήτης ἀστήρ (: αστέρι με μακριά μαλλιά) < κομάω-ῶ (: έχω μακριά μαλλιά)

Ουσιαστικό

κομήτης αρσενικό

  • (αστρονομία) ουράνιο σώμα με μικρή πυκνότητα και μάζα που κινείται στις παρυφές του ηλιακού μας συστήματος σε παραβολικές ή ελλειπτικές τροχιές

Εκφράσεις

  • εμφανίζεται / έρχεται σαν τον κομήτη: εμφανίζεται σπάνια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.