φύλλωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φύλλωμα τα φυλλώματα
      γενική του φυλλώματος των φυλλωμάτων
    αιτιατική το φύλλωμα τα φυλλώματα
     κλητική φύλλωμα φυλλώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
το πυκνό φύλλωμα της κρανιάς

Ετυμολογία

φύλλωμα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή φύλλωμα

Ουσιαστικό

φύλλωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.