φύλλωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φύλλωμα | τα | φυλλώματα |
| γενική | του | φυλλώματος | των | φυλλωμάτων |
| αιτιατική | το | φύλλωμα | τα | φυλλώματα |
| κλητική | φύλλωμα | φυλλώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

το πυκνό φύλλωμα της κρανιάς
Ετυμολογία
- φύλλωμα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή φύλλωμα
Ουσιαστικό
φύλλωμα ουδέτερο
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- φύλλωμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.