σικλαμέν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σικλαμέν (αντιδάνειο) < (λόγιο δάνειο) γαλλική cyclamen < λατινική cyclaminon < αρχαία ελληνική κυκλάμινος
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.klaˈmen/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐κλα‐μέν
Μεταφράσεις
σικλαμέν
|
|
Πηγές
- σικλαμέν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σικλαμέν - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.