εὐκτήριος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ εὐκτήριος τὸ εὐκτήριον οἱ, αἱ εὐκτήριοι τὰ εὐκτήρια
Γενική τοῦ, τῆς εὐκτηρίου τοῦ εὐκτηρίου τῶν εὐκτηρίων τῶν εὐκτηρίων
Δοτική τῷ, τῇ εὐκτηρίῳ τῷ εὐκτηρίῳ τοῖς, ταῖς εὐκτηρίοις τοῖς εὐκτηρίοις
Αιτιατική τὸν, τὴν εὐκτήριον τὸ εὐκτήριον τοὺς, τὰς εὐκτηρίους τὰ εὐκτήρια
Κλητική εὐκτήριε εὐκτήριον εὐκτήριοι εὐκτήρια
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική εὐκτηρίω
Γενική-Δοτική εὐκτηρίοιν

Ετυμολογία

εὐκτήριος < αρχαία ελληνική εὔχομαι < εὐχή

Επίθετο

εὐκτήριος, -ος, -ον

  1. (ελληνιστική κοινή) που έχει σχέση με την προσευχή ή είναι κατάλληλος γι' αυτή, ευκτήριος
    Καὶ ἐκτίσθη αὐτῷ εὐκτήριος οἶκος. (Ιωάννης Μαλάλας (5ος-6ος αι. μ.Χ.), Χρονογραφία, 315, 9)
  2. (ελληνιστική κοινή) (ουσιαστικοποιημένο) εὐκτήριον: τόπος αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, παρεκκλήσι

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.