κτιριακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κτιριακός η κτιριακή το κτιριακό
      γενική του κτιριακού της κτιριακής του κτιριακού
    αιτιατική τον κτιριακό την κτιριακή το κτιριακό
     κλητική κτιριακέ κτιριακή κτιριακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κτιριακοί οι κτιριακές τα κτιριακά
      γενική των κτιριακών των κτιριακών των κτιριακών
    αιτιατική τους κτιριακούς τις κτιριακές τα κτιριακά
     κλητική κτιριακοί κτιριακές κτιριακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κτιριακός < κτίρι(ο) + -ακός

Επίθετο

κτιριακός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με τα κτίρια ή αναφέρεται σ' αυτά
    κτιριακή υποδομή, κτιριακές εγκαταστάσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.