κτιριολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κτιριολογία οι κτιριολογίες
      γενική της κτιριολογίας των κτιριολογιών
    αιτιατική την κτιριολογία τις κτιριολογίες
     κλητική κτιριολογία κτιριολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κτιριολογία < κτίρι(ο) + -ο- + -λογία [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /kti.ɾi.o.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κτιριολογία

Ουσιαστικό

κτιριολογία θηλυκό

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη κτίριο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.