οἰκέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

οἰκέω < οἶκος

Ρήμα

οἰκέω - οἰκῶ και επικό οἰκείω

  1. κατοικώ
      5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Φαῖδρος, 246d
    Πέφυκεν ἡ πτεροῦ δύναμις τὸ ἐμβριθὲς ἄγειν ἄνω μετεωρίζουσα ᾗ τὸ τῶν θεῶν γένος οἰκεῖ
    Η δύναμη του φτερού είναι το φυσικό της να τραβάη το βαρύ προς τα πάνω, και να το ανεβάζη ψηλά εκεί όπου κατοικεί το γένος των θεών·
    Μετάφραση (1948),Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος @greek-language.gr
    ΣτΕ Απόσπασμα από την παλινωδία του Σωκράτη για την υπεράσπιση του έρωτα
  2. αποικίζω
  3. διευθύνω τα του οίκου


This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.