εὐκτήριον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ εὐκτήριον τὰ εὐκτήρι
      γενική τοῦ εὐκτηρίου τῶν εὐκτηρίων
      δοτική τῷ εὐκτηρί τοῖς εὐκτηρίοις
    αιτιατική τὸ εὐκτήριον τὰ εὐκτήρι
     κλητική ! εὐκτήριον εὐκτήρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐκτηρίω
γεν-δοτ τοῖν  εὐκτηρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εὐκτήριον: ουδέτερο του εὐκτήριος < εὔχομαι < εὐχή

Επίθετο

εὐκτήριον ουδέτερο

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.