εὐκτήριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | εὐκτήριον | τὰ | εὐκτήριᾰ |
| γενική | τοῦ | εὐκτηρίου | τῶν | εὐκτηρίων |
| δοτική | τῷ | εὐκτηρίῳ | τοῖς | εὐκτηρίοις |
| αιτιατική | τὸ | εὐκτήριον | τὰ | εὐκτήριᾰ |
| κλητική ὦ! | εὐκτήριον | εὐκτήριᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐκτηρίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | εὐκτηρίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη εὐχή
- νέα ελληνική: κτήριο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.