κροσέ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κροσέ < γαλλική crochet < μέση γαλλική crochet < παλαιά γαλλική crochet / crokét < croc < πρωτογερμανική *krōkaz (γάντζος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gerg- (τυλίγω, συστρέφω)

Προφορά

ΔΦΑ : /kɾoˈse/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κροσέ

Ουσιαστικό

κροσέ ουδέτερο άκλιτο

  1. βελόνα για πλέξιμο με γυριστή / αγκιστρωτή απόληξη
  2. (κατ’ επέκταση) ο τρόπος πλέξης που γίνεται με τέτοια βελόνα ή (συνεκδοχικά) το πλεκτό που πλέκεται έτσι
  3. (μεταφορικά) είδος πυγμαχικού χτυπήματος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.