hook

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /hʊk/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
hook hooks

hook (en)

  1. ο γάντζος, το άγκιστρο
    safety hook - άγκιστρο ασφαλείας
  2. το αγκίστρι
    I bait a hook.
    Δολώνω αγκίστρι.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη fishing hook
  3. (πληροφορική) κώδικας που επιτρέπει μια εφαρμογή να προσθέσει ο χρήστης της ώστε να τροποποιήσει τις λειτουργίες τις

Ρήμα

ενεστώτας hook
γ΄ ενικό ενεστώτα hooks
αόριστος hooked
παθητική μετοχή hooked
ενεργητική μετοχή hooking

hook (en)

  1. (μεταβατικό) αγκιστρώνω, στερεώνω κάτι σε άγκιστρο
    Once I hook it, I will throw the fishing line.
    Μόλις αγκιστρώσω, θα ρίξω την πετονιά.
  2. (μεταβατικό) αγκιστρώνω, πιάνω ένα ψάρι χρησιμοποιώντας αγκίστρι
    He hooked a fish.
    Αγκίστρωσε ένα ψάρι.
     συνώνυμα: catch
  3. (μεταβατικό) αγκιστρώνω, γαντζώνω, πιάνω, συγκρατώ σε ένα άγκιστρο
    Her dress was hooked on a nail.
    Το φόρεμά της αγκιστρώθηκε/γαντζώθηκε σ' ένα καρφί.
  4. (αμετάβατο) αγκιστρώνομαι, γαντζώνομαι, εξαρτώμαι σε κάτι ή κάποιον
    He was hooked on power.
    Αγκιστρώθηκε στην εξουσία.

Παράγωγα

Πηγές

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 5, 181. ISBN 9780194325684., λήμμα: άγκιστρο, αγκίστρι, αγκιστρώνω, γαντζώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.