ντιρέκτ
Νέα ελληνικά
(el)
ντιρέκτ
Ετυμολογία
ντιρέκτ
<
αγγλική
direct
Ουσιαστικό
ντιρέκτ
ουδέτερο
άκλιτο
είδος
πυγμαχικού
χτυπήματος
Jab
στην αγγλική Βικιπαίδεια
άπερκατ
κρος
κροσέ
Μεταφράσεις
ντιρέκτ
γαλλικά
:
direct
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.