κρίκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κρίκος | οι | κρίκοι |
| γενική | του | κρίκου | των | κρίκων |
| αιτιατική | τον | κρίκο | τους | κρίκους |
| κλητική | κρίκε | κρίκοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

δύο κρίκοι μιας αλυσίδας

μεσαιωνικά σκουλαρίκια κρίκοι
Ετυμολογία
- κρίκος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κρίκος [ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκής προέλευσης *(s)ker- (λυγίζω) ]
- για τον αθλητισμό < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική anneaux[1] [2])
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkɾi.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρί‐κος
Ουσιαστικό
κρίκος αρσενικό
- αντικείμενο κυκλικού σχήματος από μέταλλο (ή άλλο υλικό) που χρησιμοποιείται:
- για να αναρτήσουμε κάτι κάπου ή να το συνδέσουμε
- για να σχηματίσουμε μια αλυσίδα συνδέοντας πολλούς μαζί
- (μεταφορικά) ό,τι συνδέει πράγματα ή πρόσωπα ή συμπληρώνει μια σειρά
- (στον πληθυντικό) κρίκοι:
- (αθλητισμός) όργανο γυμναστικής που αποτελείται από δύο κρίκους που κρέμονται λίγο πιο ψηλά από τον αθλητή
- (κόσμημα) σκουλαρίκια σε σχήμα κρίκου
Μεταφράσεις
Αναφορές
- κρίκος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- κρίκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
