κρικέλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρικέλι τα κρικέλια
      γενική του κρικελιού των κρικελιών
    αιτιατική το κρικέλι τα κρικέλια
     κλητική κρικέλι κρικέλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρικέλι < μεσαιωνική ελληνική κρικέλλι(ν) (ορθογραφική απλοποίηση[1]) < ελληνιστική κοινή κρικέλλιον < κρίκελλος < λατινική circellus < circulus < circus < αρχαία ελληνική κίρκος / κρίκος (αντιδάνειο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)ker- (λυγίζω, κάμπτω)

Ουσιαστικό

κρικέλι ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.