αναρτώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναρτώ < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

αναρτώ

  1. κρεμώ (κάτι)
  2. (διαδίκτυο) post: δημοσιεύω άρθρο, γνώμη, κλπ. στο διαδίκτυο (σε ιστότοπο, ιστοσελίδα, φόρουμ, κλπ.)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.