κουπάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουπάκι τα κουπάκια
      γενική
    αιτιατική το κουπάκι τα κουπάκια
     κλητική κουπάκι κουπάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουπάκι < κούπα + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά

ΔΦΑ : /kuˈpa.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κουπάκι

Ουσιαστικό

κουπάκι ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.