κύπελλο
Νέα ελληνικά (el)
.jpg.webp)
ένα κύπελλο με καφέ

κύπελλο αθλητικών αγώνων
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κύπελλο | τα | κύπελλα |
| γενική | του | κυπέλλου & κύπελλου |
των | κυπέλλων |
| αιτιατική | το | κύπελλο | τα | κύπελλα |
| κλητική | κύπελλο | κύπελλα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κύπελλο < αρχαία ελληνική κύπελλον (στο (3) και (4) (σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) coupe)
Ουσιαστικό
κύπελλο ουδέτερο
- είδος ποτηριού
- (συνεκδοχικά) η ποσότητα του υγρού που υπάρχει στο (1)
- (αθλητισμός) το έπαθλο που δίνεται στο νικητή αθλητικής διοργάνωσης (συνήθως περίτεχνο (1) και μεταλλικό, σε σχήμα αμφορέα ή κύλικα - όμως δεν δίνεται πάντα κυπελλόμορφο κύπελλο)
- (συνεκδοχικά) (αθλητισμός) η αθλητική διοργάνωση στην οποία δίνεται κύπελλο (3)
- το περίβλημα διαφόρων φυτικών καρπών
- κύπελο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.