κοφινοποιός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η κοφινοποιός οι κοφινοποιοί
      γενική του/της κοφινοποιού των κοφινοποιών
    αιτιατική τον/την κοφινοποιό τους/τις κοφινοποιούς
     κλητική κοφινοποιέ κοφινοποιοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοφινοποιός < ελληνιστική κοινή κοφινοποιός < αρχαία ελληνική κόφινος + ποιέω

Ουσιαστικό

κοφινοποιός αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

  • κοφινοποιός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.