κοφίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κοφίνα | οι | κοφίνες |
| γενική | της | κοφίνας | των | κοφινών |
| αιτιατική | την | κοφίνα | τις | κοφίνες |
| κλητική | κοφίνα | κοφίνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
κοφίνα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοφίνα < κοφίν(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -α
Μεταφράσεις
κοφίνα
|
Πηγές
- κοφίνα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- κοφίνα < κοφίν(ι), κοφίν(ιον) + μεγεθυντικό επίθημα -α
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κοφίνιον
Πηγές
- κοφίνα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.