κόφινος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κοφῐνο-
ονομαστική κόφινος οἱ κόφινοι
      γενική τοῦ κοφίνου τῶν κοφίνων
      δοτική τῷ κοφίν τοῖς κοφίνοις
    αιτιατική τὸν κόφινον τοὺς κοφίνους
     κλητική ! κόφινε κόφινοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κοφίνω
γεν-δοτ τοῖν  κοφίνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κόφινος: (τεχνικός όρος) < πιθανό δάνειο. Συγγενή: λατινική cophinus (< γαλλική couffin, ' coffin)[1]

Ουσιαστικό

κόφινος αρσενικό

Παράγωγα

  • κοφινηδόν
  • κοφίνιον (υποκοριστικό)
  • κοφινοποιός
  • κοφινόω, κοφινόομαι
  • κοφινώδης

Αναφορές

  1. κοφίνι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.