κοφινάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοφινάς οι κοφινάδες
      γενική του κοφινά των κοφινάδων
    αιτιατική τον κοφινά τους κοφινάδες
     κλητική κοφινά κοφινάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοφινάς < κοφίνι + -άς

Ουσιαστικό

κοφινάς αρσενικό (θηλυκό κοφινού)

  • (επάγγελμα) αυτός που φτιάχνει ή πουλάει κοφίνια

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.