κοφίνιασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κοφίνιασμα | τα | κοφινιάσματα |
| γενική | του | κοφινιάσματος | των | κοφινιασμάτων |
| αιτιατική | το | κοφίνιασμα | τα | κοφινιάσματα |
| κλητική | κοφίνιασμα | κοφινιάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κοφίνιασμα ουδέτερο
- η διεργασία και το αποτέλεσμα του κοφινιάζω
- (γενικότερα) η διευθέτηση κοφινιών σε αποθήκες ή μέσα μεταφοράς
Μεταφράσεις
κοφίνιασμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.