κοφίνιασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοφίνιασμα τα κοφινιάσματα
      γενική του κοφινιάσματος των κοφινιασμάτων
    αιτιατική το κοφίνιασμα τα κοφινιάσματα
     κλητική κοφίνιασμα κοφινιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοφίνιασμα < κοφινιάζω +

Ουσιαστικό

κοφίνιασμα ουδέτερο

  1. η διεργασία και το αποτέλεσμα του κοφινιάζω
  2. (γενικότερα) η διευθέτηση κοφινιών σε αποθήκες ή μέσα μεταφοράς

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.