κουβεντιασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κουβεντιασμένος η κουβεντιασμένη το κουβεντιασμένο
      γενική του κουβεντιασμένου της κουβεντιασμένης του κουβεντιασμένου
    αιτιατική τον κουβεντιασμένο την κουβεντιασμένη το κουβεντιασμένο
     κλητική κουβεντιασμένε κουβεντιασμένη κουβεντιασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κουβεντιασμένοι οι κουβεντιασμένες τα κουβεντιασμένα
      γενική των κουβεντιασμένων των κουβεντιασμένων των κουβεντιασμένων
    αιτιατική τους κουβεντιασμένους τις κουβεντιασμένες τα κουβεντιασμένα
     κλητική κουβεντιασμένοι κουβεντιασμένες κουβεντιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κουβεντιασμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κουβεντιάζω

Μετοχή

κουβεντιασμένος, -η, -ο

  1. που τον κουβεντιάζουν
  2. (μεταφορικά) που τον κουτσομπολεύουν, που έχει γίνει θέμα κουτσομπολιού, κουτσομπολεμένος
     συνώνυμα: κουτσομπολεμένος
     αντώνυμα: ακουτσομπόλευτος

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.