κουτσομπολεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κουτσομπολεύω < κουτσο- (< κουτσός) + μπολεύω[1] ή μπολ(ιάζω) + -εύω [2] < (ελληνιστική κοινή) *ἐμπολεύω (συχνάζω, συναλλάσσομαι) < ἐμπολή (εμπόρευμα, συναλλαγή). Δείτε και απεμπολώ.

Προφορά

ΔΦΑ : /ku.t͡so.boˈle.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κουτσομπολεύω

Ρήμα

κουτσομπολεύω, αόρ.: κουτσομπόλεψα, παθ.φωνή: κουτσομπολεύομαι, π.αόρ.: κουτσομπολεύτηκα, μτχ.π.π.: κουτσομπολεμένος

  1. συζητώ αργόσχολα ή σχολιάζω (κακόβουλα ή και καλόβουλα) πράξεις ή ενέργειες άλλων ανθρώπων (συνήθως απόντων)
  2. διαδίδω (ανυπόστατες και συνήθως κακόβουλες) φήμες

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις κουτσός και μπολεύω

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. κουτσομπολεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.