κουτσομπολεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ku.t͡so.boˈle.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐τσο‐μπο‐λεύ‐ω
Ρήμα
κουτσομπολεύω, αόρ.: κουτσομπόλεψα, παθ.φωνή: κουτσομπολεύομαι, π.αόρ.: κουτσομπολεύτηκα, μτχ.π.π.: κουτσομπολεμένος
- συζητώ αργόσχολα ή σχολιάζω (κακόβουλα ή και καλόβουλα) πράξεις ή ενέργειες άλλων ανθρώπων (συνήθως απόντων)
- διαδίδω (ανυπόστατες και συνήθως κακόβουλες) φήμες
Συγγενικά
- ακουτσομπόλευτα
- ακουτσομπόλευτος
- αρχικουτσομπόλα
- αρχικουτσομπόλης
- κουτσομπόλα
- κουτσομπολεμένος
- κουτσομπόλης
- κουτσομπόλια
- κουτσομπολιά
- κουτσομπολιάζω
- κουτσομπόλικα
- κουτσομπόλικος
- κουτσομπολιό
- κουτσομπολίστικα
- κουτσομπολίστικος
- κρασοκουτσομπολιό
→ και δείτε τις λέξεις κουτσός και μπολεύω
- κουτσομπολ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κουτσομπολεύω | κουτσομπόλευα | θα κουτσομπολεύω | να κουτσομπολεύω | κουτσομπολεύοντας | |
| β' ενικ. | κουτσομπολεύεις | κουτσομπόλευες | θα κουτσομπολεύεις | να κουτσομπολεύεις | κουτσομπόλευε | |
| γ' ενικ. | κουτσομπολεύει | κουτσομπόλευε | θα κουτσομπολεύει | να κουτσομπολεύει | ||
| α' πληθ. | κουτσομπολεύουμε | κουτσομπολεύαμε | θα κουτσομπολεύουμε | να κουτσομπολεύουμε | ||
| β' πληθ. | κουτσομπολεύετε | κουτσομπολεύατε | θα κουτσομπολεύετε | να κουτσομπολεύετε | κουτσομπολεύετε | |
| γ' πληθ. | κουτσομπολεύουν(ε) | κουτσομπόλευαν κουτσομπολεύαν(ε) |
θα κουτσομπολεύουν(ε) | να κουτσομπολεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κουτσομπόλεψα | θα κουτσομπολέψω | να κουτσομπολέψω | κουτσομπολέψει | ||
| β' ενικ. | κουτσομπόλεψες | θα κουτσομπολέψεις | να κουτσομπολέψεις | κουτσομπόλεψε | ||
| γ' ενικ. | κουτσομπόλεψε | θα κουτσομπολέψει | να κουτσομπολέψει | |||
| α' πληθ. | κουτσομπολέψαμε | θα κουτσομπολέψουμε | να κουτσομπολέψουμε | |||
| β' πληθ. | κουτσομπολέψατε | θα κουτσομπολέψετε | να κουτσομπολέψετε | κουτσομπολέψτε | ||
| γ' πληθ. | κουτσομπόλεψαν κουτσομπολέψαν(ε) |
θα κουτσομπολέψουν(ε) | να κουτσομπολέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κουτσομπολέψει | είχα κουτσομπολέψει | θα έχω κουτσομπολέψει | να έχω κουτσομπολέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις κουτσομπολέψει | είχες κουτσομπολέψει | θα έχεις κουτσομπολέψει | να έχεις κουτσομπολέψει | ||
| γ' ενικ. | έχει κουτσομπολέψει | είχε κουτσομπολέψει | θα έχει κουτσομπολέψει | να έχει κουτσομπολέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κουτσομπολέψει | είχαμε κουτσομπολέψει | θα έχουμε κουτσομπολέψει | να έχουμε κουτσομπολέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε κουτσομπολέψει | είχατε κουτσομπολέψει | θα έχετε κουτσομπολέψει | να έχετε κουτσομπολέψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κουτσομπολέψει | είχαν κουτσομπολέψει | θα έχουν κουτσομπολέψει | να έχουν κουτσομπολέψει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κουτσομπολεύομαι | κουτσομπολευόμουν(α) | θα κουτσομπολεύομαι | να κουτσομπολεύομαι | ||
| β' ενικ. | κουτσομπολεύεσαι | κουτσομπολευόσουν(α) | θα κουτσομπολεύεσαι | να κουτσομπολεύεσαι | ||
| γ' ενικ. | κουτσομπολεύεται | κουτσομπολευόταν(ε) | θα κουτσομπολεύεται | να κουτσομπολεύεται | ||
| α' πληθ. | κουτσομπολευόμαστε | κουτσομπολευόμαστε κουτσομπολευόμασταν |
θα κουτσομπολευόμαστε | να κουτσομπολευόμαστε | ||
| β' πληθ. | κουτσομπολεύεστε | κουτσομπολευόσαστε κουτσομπολευόσασταν |
θα κουτσομπολεύεστε | να κουτσομπολεύεστε | (κουτσομπολεύεστε) | |
| γ' πληθ. | κουτσομπολεύονται | κουτσομπολεύονταν κουτσομπολευόντουσαν |
θα κουτσομπολεύονται | να κουτσομπολεύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κουτσομπολεύτηκα | θα κουτσομπολευτώ | να κουτσομπολευτώ | κουτσομπολευτεί | ||
| β' ενικ. | κουτσομπολεύτηκες | θα κουτσομπολευτείς | να κουτσομπολευτείς | κουτσομπολέψου | ||
| γ' ενικ. | κουτσομπολεύτηκε | θα κουτσομπολευτεί | να κουτσομπολευτεί | |||
| α' πληθ. | κουτσομπολευτήκαμε | θα κουτσομπολευτούμε | να κουτσομπολευτούμε | |||
| β' πληθ. | κουτσομπολευτήκατε | θα κουτσομπολευτείτε | να κουτσομπολευτείτε | κουτσομπολευτείτε | ||
| γ' πληθ. | κουτσομπολεύτηκαν κουτσομπολευτήκαν(ε) |
θα κουτσομπολευτούν(ε) | να κουτσομπολευτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω κουτσομπολευτεί | είχα κουτσομπολευτεί | θα έχω κουτσομπολευτεί | να έχω κουτσομπολευτεί | κουτσομπολεμένος | |
| β' ενικ. | έχεις κουτσομπολευτεί | είχες κουτσομπολευτεί | θα έχεις κουτσομπολευτεί | να έχεις κουτσομπολευτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει κουτσομπολευτεί | είχε κουτσομπολευτεί | θα έχει κουτσομπολευτεί | να έχει κουτσομπολευτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε κουτσομπολευτεί | είχαμε κουτσομπολευτεί | θα έχουμε κουτσομπολευτεί | να έχουμε κουτσομπολευτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε κουτσομπολευτεί | είχατε κουτσομπολευτεί | θα έχετε κουτσομπολευτεί | να έχετε κουτσομπολευτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν κουτσομπολευτεί | είχαν κουτσομπολευτεί | θα έχουν κουτσομπολευτεί | να έχουν κουτσομπολευτεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κουτσομπολεμένος - είμαστε, είστε, είναι κουτσομπολεμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κουτσομπολεμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κουτσομπολεμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κουτσομπολεμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κουτσομπολεμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κουτσομπολεμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κουτσομπολεμένοι | |||||
Αναφορές
- κουτσομπολεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.