κουβεντιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κουβεντιάζω < μεσαιωνική ελληνική κουβεντιάζω < κουβέντα + -ιάζω < λατινική conventus (συνέλευση) < convenio < con- + venio

Προφορά

ΔΦΑ : /ku.venˈdʝa.zo/ & /ku.venˈdi̯a.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κουβεντιάζω

Ρήμα

κουβεντιάζω (παθητική φωνή: κουβεντιάζομαι)

  1. μιλάω με κάποιον για διάφορα θέματα
  2. (οικείο) κακολογώ
  3. (οικείο) κουτσομπολεύω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.