κουβεντιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κουβεντιάζω < μεσαιωνική ελληνική κουβεντιάζω < κουβέντα + -ιάζω < λατινική conventus (συνέλευση) < convenio < con- + venio
Προφορά
- ΔΦΑ : /ku.venˈdʝa.zo/ & /ku.venˈdi̯a.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐βε‐ντιά‐ζω
Ρήμα
κουβεντιάζω (παθητική φωνή: κουβεντιάζομαι)
- μιλάω με κάποιον για διάφορα θέματα
- (οικείο) κακολογώ
- (οικείο) κουτσομπολεύω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κουβέντα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κουβεντιάζω | κουβέντιαζα | θα κουβεντιάζω | να κουβεντιάζω | κουβεντιάζοντας | |
| β' ενικ. | κουβεντιάζεις | κουβέντιαζες | θα κουβεντιάζεις | να κουβεντιάζεις | κουβέντιαζε | |
| γ' ενικ. | κουβεντιάζει | κουβέντιαζε | θα κουβεντιάζει | να κουβεντιάζει | ||
| α' πληθ. | κουβεντιάζουμε | κουβεντιάζαμε | θα κουβεντιάζουμε | να κουβεντιάζουμε | ||
| β' πληθ. | κουβεντιάζετε | κουβεντιάζατε | θα κουβεντιάζετε | να κουβεντιάζετε | κουβεντιάζετε | |
| γ' πληθ. | κουβεντιάζουν(ε) | κουβέντιαζαν κουβεντιάζαν(ε) |
θα κουβεντιάζουν(ε) | να κουβεντιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κουβέντιασα | θα κουβεντιάσω | να κουβεντιάσω | κουβεντιάσει | ||
| β' ενικ. | κουβέντιασες | θα κουβεντιάσεις | να κουβεντιάσεις | κουβέντιασε | ||
| γ' ενικ. | κουβέντιασε | θα κουβεντιάσει | να κουβεντιάσει | |||
| α' πληθ. | κουβεντιάσαμε | θα κουβεντιάσουμε | να κουβεντιάσουμε | |||
| β' πληθ. | κουβεντιάσατε | θα κουβεντιάσετε | να κουβεντιάσετε | κουβεντιάστε | ||
| γ' πληθ. | κουβέντιασαν κουβεντιάσαν(ε) |
θα κουβεντιάσουν(ε) | να κουβεντιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κουβεντιάσει | είχα κουβεντιάσει | θα έχω κουβεντιάσει | να έχω κουβεντιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κουβεντιάσει | είχες κουβεντιάσει | θα έχεις κουβεντιάσει | να έχεις κουβεντιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κουβεντιάσει | είχε κουβεντιάσει | θα έχει κουβεντιάσει | να έχει κουβεντιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κουβεντιάσει | είχαμε κουβεντιάσει | θα έχουμε κουβεντιάσει | να έχουμε κουβεντιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κουβεντιάσει | είχατε κουβεντιάσει | θα έχετε κουβεντιάσει | να έχετε κουβεντιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κουβεντιάσει | είχαν κουβεντιάσει | θα έχουν κουβεντιάσει | να έχουν κουβεντιάσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.