ακουβέντιαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακουβέντιαστος | η | ακουβέντιαστη | το | ακουβέντιαστο |
| γενική | του | ακουβέντιαστου | της | ακουβέντιαστης | του | ακουβέντιαστου |
| αιτιατική | τον | ακουβέντιαστο | την | ακουβέντιαστη | το | ακουβέντιαστο |
| κλητική | ακουβέντιαστε | ακουβέντιαστη | ακουβέντιαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακουβέντιαστοι | οι | ακουβέντιαστες | τα | ακουβέντιαστα |
| γενική | των | ακουβέντιαστων | των | ακουβέντιαστων | των | ακουβέντιαστων |
| αιτιατική | τους | ακουβέντιαστους | τις | ακουβέντιαστες | τα | ακουβέντιαστα |
| κλητική | ακουβέντιαστοι | ακουβέντιαστες | ακουβέντιαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακουβέντιαστος < α- + κουβεντιάζω + -τος
Επίθετο
ακουβέντιαστος, -η, -ο
- που δεν τον κουβεντιάζουν
- που δεν τον κουτσομπολεύουν
- (σπάνιο) οξύθυμος
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις κουβεντιάζω και κουβέντα
Μεταφράσεις
ακουβέντιαστος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.