ακουβέντιαστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακουβέντιαστος η ακουβέντιαστη το ακουβέντιαστο
      γενική του ακουβέντιαστου της ακουβέντιαστης του ακουβέντιαστου
    αιτιατική τον ακουβέντιαστο την ακουβέντιαστη το ακουβέντιαστο
     κλητική ακουβέντιαστε ακουβέντιαστη ακουβέντιαστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακουβέντιαστοι οι ακουβέντιαστες τα ακουβέντιαστα
      γενική των ακουβέντιαστων των ακουβέντιαστων των ακουβέντιαστων
    αιτιατική τους ακουβέντιαστους τις ακουβέντιαστες τα ακουβέντιαστα
     κλητική ακουβέντιαστοι ακουβέντιαστες ακουβέντιαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακουβέντιαστος < α- + κουβεντιάζω + -τος

Επίθετο

ακουβέντιαστος, -η, -ο

  1. που δεν τον κουβεντιάζουν
  2. που δεν τον κουτσομπολεύουν
     συνώνυμα: ακουτσομπόλευτος
     αντώνυμα: κουτσομπολεμένος
  3. (σπάνιο) οξύθυμος

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.